- ἁβροείμων
- ἁβροείμωνsoftly cladmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβροείμων — ἁβροείμων, ον (Μ) αυτός που φορά πολυτελή ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + εἷμαι] … Dictionary of Greek
ἁβροείμονες — ἁβροείμων softly clad masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek